εἰδωλολατρεία

Count: 6

NOM.SG FEM εἰδωλολατρεία NOUN idolatry

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

εἰδωλολατρεία NOM.SG FEM εἰδωλολατρεία ADJ 8
εἰδωλολατρεία NOM.PL NEUT εἰδωλολατρεία ADJ 5
εἰδωλολατρεία ACC.PL NEUT εἰδωλολατρεία ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

Εἰδωλολατρεία NOM.SG FEM εἰδωλολατρεία NOUN 1