στεροπῇσιν

Count: 7

DAT.PL FEM στεροπή NOUN a flash of lightning

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

στεροπῇσι DAT.PL FEM στεροπή NOUN 9
στεροπαῖς DAT.PL FEM στεροπή NOUN 2
στεροπαῖσί DAT.PL FEM στεροπή NOUN 1
στεροῇσι DAT.PL FEM στεροπή NOUN 1