δυνάμεϲιν

Count: 7

DAT.PL FEM δύναμις NOUN power, might, strength

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δυνάμεσιν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 458
δυνάμεσι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 413
δυνάμεσίν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 18
δυνάμεσί DAT.PL FEM δύναμις NOUN 9
δυνάμεϲι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 5
δυνάμ DAT.PL FEM δύναμις NOUN 2
δυνάμεις DAT.PL FEM δύναμις NOUN 2
δυ|νάμεσι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεϲίν DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεςι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
δυνάμεσιξύλων DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
Δυνάμεσι DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1
κἂντῶνἐπὶταἱςδυνάμεσιπαραβαίνη DAT.PL FEM δύναμις NOUN 1