διαιρετὰ

Count: 7

NOM.SG FEM διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετὰ ACC.PL NEUT διαιρετός NOUN 33
διαιρετὰ NOM.PL NEUT διαιρετός ADJ 28
διαιρετὰ ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 8
διαιρετὰ ACC.PL NEUT διαιρετός ADJ 7
διαιρετὰ NOM.PL NEUT διαιρετός NOUN 6
διαιρετὰ ACC.SG FEM διαιρετός NOUN 4
διαιρετὰ PRES MID 3SG IND διαιρετός VERB 2
διαιρετὰ NOM.SG FEM διαιρετός ADJ 2
διαιρετὰ PRES ACT 3SG IND διαιρετός VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διαιρετὴ NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 27
διαιρετή NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 24
διαιρετὸς NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 1
Διαιρετὴ NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 1