μειράκια

Count: 7

VOC.PL NEUT μειράκιον NOUN a boy, lad, stripling

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μειράκια ACC.PL NEUT μειράκιον NOUN 113
μειράκια NOM.PL NEUT μειράκιον NOUN 34
μειράκια GEN.SG NEUT μειράκιον NOUN 1