μονοϲύλλαβα

Count: 7

NOM.SG MASC μονοκέρως NOUN

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μονοϲύλλαβα GEN.SG MASC μονοκέρως NOUN 27
μονοϲύλλαβα ACC.PL NEUT μονοκέρως NOUN 17
μονοϲύλλαβα NOM.SG FEM μονοκέρως NOUN 14
μονοϲύλλαβα ACC.PL NEUT μονοκέρως ADJ 10
μονοϲύλλαβα NOM.PL NEUT μονοκέρως NOUN 7
μονοϲύλλαβα NOM.PL NEUT μονοκέρως ADJ 5
μονοϲύλλαβα NOM.SG FEM μονοκέρως ADJ 4
μονοϲύλλαβα ACC.SG MASC μονοκέρως NOUN 3
μονοϲύλλαβα ACC.PL MASC μονοκέρως NOUN 2
μονοϲύλλαβα GEN.SG FEM μονοκέρως NOUN 1
μονοϲύλλαβα ACC.SG FEM μονοκέρως NOUN 1
μονοϲύλλαβα INDECL μονοκέρως NOUN 1
μονοϲύλλαβα AOR ACT 1SG IND μονοκέρως VERB 1
μονοϲύλλαβα NOM.SG MASC μονοκέρως ADJ 1