δάκτυλοί

Count: 7

NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN a finger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

δάκτυλοι NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 177
Δάκτυλοι NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 4
δακτύλωι NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 1
δακτύλοιν NOM.PL MASC δάκτυλος NOUN 1