Στωϊκοί

Count: 7

NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN walking about while teaching

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Στωϊκοί NOM.PL MASC περιπατητικός ADJ 45
Στωϊκοί VOC.PL MASC περιπατητικός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Περιπατητικοὶ NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 37
Περιπατητικοί NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 16
Στωϊκοῖ NOM.PL MASC περιπατητικός NOUN 1