θελκτήριον

Count: 7

ACC.SG NEUT θελκτήριον NOUN a charm, spell, enchantment

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

θελκτήριον NOM.SG NEUT θελκτήριον NOUN 2
θελκτήριον ACC.SG NEUT θελκτήριον ADJ 1
θελκτήριον NOM.SG NEUT θελκτήριον ADJ 1
θελκτήριον ACC.SG NEUT θελκτήριον NOUN 2