διωγμός

Count: 7

NOM.SG MASC διωγμός NOUN the chase

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διωγμὸς NOM.SG MASC διωγμός NOUN 61
διωγμόϲ NOM.SG MASC διωγμός NOUN 2
διωγμὸϲ NOM.SG MASC διωγμός NOUN 2
Διωγμὸς NOM.SG MASC διωγμός NOUN 1