τόνος

Count: 7

GEN.SG MASC τόνος NOUN rope, cord, brace; stretching, raising, exertion, pitch

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

τόνος NOM.SG MASC τόνος NOUN 189
τόνος NOM.SG MASC τόνος ADJ 24
τόνος NOM.SG MASC τόνος PRONOUN 21
τόνος COMP NOM.SG MASC τόνος ADJ 6
τόνος GEN.SG MASC τόνος PRONOUN 4
τόνος COMP GEN.SG FEM τόνος ADJ 4
τόνος COMP GEN.SG NEUT τόνος ADJ 3
τόνος GEN.SG FEM τόνος NOUN 2
τόνος GEN.SG NEUT τόνος NOUN 2
τόνος NOM.SG NEUT τόνος PRONOUN 1
τόνος COMP NOM.SG FEM τόνος ADJ 1
τόνος GEN.SG NEUT τόνος ADJ 1
τόνος NOM.SG NEUT τόνος ADJ 1
τόνος NOM.SG FEM τόνος NOUN 1
τόνος ACC.SG MASC τόνος ADJ 1
τόνος NOM.SG MASC τόνος ART 1
τόνος GEN.SG FEM τόνος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

τόνου GEN.SG MASC τόνος NOUN 338
διτόνου GEN.SG MASC τόνος NOUN 13
τόνω GEN.SG MASC τόνος NOUN 1
τόνοο GEN.SG MASC τόνος NOUN 1