διαιρετήν

Count: 7

ACC.SG FEM διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετήν PRES ACT 2SG IMP διαιρετός VERB 1
διαιρετήν IMPRF ACT 3SG IND διαιρετός VERB 1
διαιρετήν ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαιρετὴν ACC.SG FEM διαιρετός NOUN 24
διαιρετὰ ACC.SG FEM διαιρετός NOUN 4
διαιρετὸν ACC.SG FEM διαιρετός NOUN 3