διαίρεσις

Count: 7

ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαίρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 924
διαίρεσις FUT ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 1
διαίρεσις DAT.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
διαίρεσις PRES ACT 2SG IND διαίρεσις VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διαιρέσεις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 195
διαθέϲειϲ ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 11
Διαιρέσεις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 2
διαιρέσιας ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
διαιρήσεις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
Διαθέϲειϲ ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
διαιρέϲειϲ ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 1