σωματοειδοῦς

Count: 7

GEN.SG NEUT σωματοειδής NOUN of the nature of a body, bodily, material

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

σωματοειδοῦς GEN.SG FEM σωματοειδής NOUN 5
σωματοειδοῦς GEN.SG FEM σωματοειδής ADJ 5
σωματοειδοῦς GEN.SG NEUT σωματοειδής ADJ 4
σωματοειδοῦς GEN.SG MASC σωματοειδής ADJ 2
σωματοειδοῦς GEN.SG MASC σωματοειδής NOUN 1