βαρβαρισμός

Count: 7

NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN barbarism

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Βαρβαρισμὸς NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 15
βαρβαρισμὸς NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 8
Βαρβαρισμός NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 3
βαρβαριϲμὸϲ NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 2
βαρβαριϲμόϲ NOM.SG MASC βαρβαρισμός NOUN 1