διαίρεϲιϲ

Count: 7

NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαίρεϲιϲ DAT.PL FEM διαίρεσις NOUN 9
διαίρεϲιϲ PRES ACT 2SG OPT διαίρεσις VERB 6
διαίρεϲιϲ DAT.PL MASC διαίρεσις ADJ 2
διαίρεϲιϲ DAT.PL MASC διαίρεσις NOUN 2
διαίρεϲιϲ NOM.SG MASC διαίρεσις NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διαίρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 924
διαίρεσίς NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 29
Διαίρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 8
διαίρεϲίϲ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 6
διαί|ρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 2
δίαίρεσις NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 1
διαίρεσις᾿ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 1
ϲυναίρεϲίϲ NOM.SG FEM διαίρεσις NOUN 1