διαιρετοῦ

Count: 7

GEN.SG MASC διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετοῦ GEN.SG NEUT διαιρετός ADJ 17
διαιρετοῦ GEN.SG MASC διαιρετός ADJ 11
διαιρετοῦ PRES MID 2SG IMP διαιρετός VERB 1
διαιρετοῦ GEN.SG NEUT διαιρετός NOUN 1
διαιρετοῦ PRES MID GEN.SG NEUT PTCP διαιρετός VERB 1
διαιρετοῦ PRES MID GEN.SG MASC PTCP διαιρετός VERB 1