ξύμμαχος

Count: 7

NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN fighting along with, allied with, ally

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ξύμμαχος NOM.SG FEM σύμμαχος ADJ 3
ξύμμαχος NOM.SG MASC σύμμαχος ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

Σύμμαχος NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 272
σύμμαχος NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 51
Σύμμαχός NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 11
Σύμμαχοϲ NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 4
ϲυμμάχων NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 2
ϲύμμαχοϲ NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 2
ξύμμαχός NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 2
ϲυμμάχῳ NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 1
Ξυμβόλουϲ NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 1
Ϲύμμαχοϲ NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 1
Ϲύμμαχο NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 1
Σύμμακος NOM.SG MASC σύμμαχος NOUN 1