νεωτεροποιίας

Count: 7

GEN.SG FEM νεωτεροποιία NOUN innovation, revolution

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

νεωτεροποιίας ACC.PL FEM νεωτεροποιία NOUN 5

Other Forms With Same Analysis

νεωτεροποιΐας GEN.SG FEM νεωτεροποιία NOUN 1
νεωτεροποιῖας GEN.SG FEM νεωτεροποιία NOUN 1