στεροπὴ

Count: 8

NOM.SG FEM στεροπή NOUN a flash of lightning

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

στεροπή NOM.SG FEM στεροπή NOUN 2
Στεροπή NOM.SG FEM στεροπή NOUN 1
στεροπὰ NOM.SG FEM στεροπή NOUN 1