ἀναδιπλασιασμὸς

Count: 8

NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN superabundance, excess

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 45
πλεοναϲμὸϲ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 25
πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 14
πλεοναϲμῷ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 9
Πλεονασμός NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 2
πλεοναϲμόϲ NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1
Πλεονασμὸς NOM.SG MASC πλεονασμός NOUN 1