πολιῆται

Count: 8

NOM.PL MASC πολίτης NOUN (fellow) citizen
Polites

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πολῖται NOM.PL MASC πολίτης NOUN 412
πολῖταί NOM.PL MASC πολίτης NOUN 13
πολίται NOM.PL MASC πολίτης NOUN 3
πολίαρχοι NOM.PL MASC πολίτης NOUN 1
διαπολῖται NOM.PL MASC πολίτης NOUN 1
πολῖται> NOM.PL MASC πολίτης NOUN 1