Ὀλυμπιονίκης

Count: 8

NOM.SG MASC ὀλυμπιονίκης NOUN a conqueror in the Olympic games

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Ὀλυμπιονίκης GEN.SG FEM ὀλυμπιονίκης NOUN 13
Ὀλυμπιονίκης NOM.SG MASC ὀλυμπιονίκης ADJ 3
Ὀλυμπιονίκης GEN.SG FEM ὀλυμπιονίκης ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ὀλυμπιονίκης NOM.SG MASC ὀλυμπιονίκης NOUN 2