κασίγνηται

Count: 8

NOM.PL MASC κασιγνήτη NOUN a sister

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κασίγνηται NOM.PL FEM κασιγνήτη NOUN 5
κασίγνηται PRES MID 3SG SBJV κασιγνήτη VERB 3
κασίγνηται VOC.PL MASC κασιγνήτη NOUN 2
κασίγνηται PRF MID 3SG IND κασιγνήτη VERB 1
κασίγνηται VOC.PL FEM κασιγνήτη NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

κασίγνηταί NOM.PL MASC κασιγνήτη NOUN 1