ἀναμάρτητος

Count: 8

GEN.SG FEM ἀναμάρτητος NOUN without missing, unfailing, unerring

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀναμάρτητος NOM.SG MASC ἀναμάρτητος ADJ 43
ἀναμάρτητος NOM.SG MASC ἀναμάρτητος NOUN 9
ἀναμάρτητος NOM.SG FEM ἀναμάρτητος NOUN 6
ἀναμάρτητος NOM.SG FEM ἀναμάρτητος ADJ 6
ἀναμάρτητος NOM.SG FEM ἀναμάρτητοus ADJ 1