δαιμόνιος

Count: 9

NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN of or belonging to a δαίμων; miraculous, marvellous

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δαιμόνιος NOM.SG MASC δαιμόνιος ADJ 45
δαιμόνιος NOM.SG FEM δαιμόνιος ADJ 15

Other Forms With Same Analysis

Δαιμόνιος NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 2
δαιμόνιοϲ NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
δαιμόνιός NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
δαιμόνιε NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
δαιμόνιόϲ NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1
Δαιμόνιοϲ NOM.SG MASC δαιμόνιος NOUN 1