γεωμέτραις

Count: 9

DAT.PL FEM γεωμέτρης NOUN a land-measurer, geometer

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

γεωμέτραις DAT.PL MASC γεωμέτρης NOUN 21
γεωμέτραις DAT.PL MASC γεωμέτρης ADJ 15
γεωμέτραις DAT.PL NEUT γεωμέτρης NOUN 1
γεωμέτραις DAT.PL NEUT γεωμέτρης ADJ 1
γεωμέτραις DAT.PL FEM γεωμέτρης ADJ 1