Διαιρέσεις

Count: 9

NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN a dividing, division

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Διαιρέσεις ACC.PL FEM διαίρεσις NOUN 2
Διαιρέσεις PRES ACT 2SG IMP διαίρεσις VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διαιρέσεις NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 164
διαθέϲειϲ NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 5
διαέσεις NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 1
διατάσιές NOM.PL FEM διαίρεσις NOUN 1