μετεωρισμὸς

Count: 9

NOM.SG MASC μετεωρισμός NOUN rising to the surface

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Μετεωρισμὸς NOM.SG MASC μετεωρισμός NOUN 2
Μετεωριϲμόϲ NOM.SG MASC μετεωρισμός NOUN 1
μετεωριϲμόϲ NOM.SG MASC μετεωρισμός NOUN 1