οἰκειότητά

Count: 9

ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN kindred, relationship

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

οἰκειότητα ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 314
οἰκειότητʼ ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1
οἰκειότητ᾿ ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1
οἰκηιότητα ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1
οἰκειό|τητα ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1
οἰκείοτητα ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1
οἰκειότησιν ACC.SG FEM οἰκειότης NOUN 1