τραχύτης

Count: 9

GEN.SG FEM τραχύτης NOUN roughness, ruggedness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

τραχύτης NOM.SG FEM τραχύτης NOUN 42
τραχύτης GEN.SG FEM τραχύτης ADJ 11
τραχύτης NOM.SG MASC τραχύτης ADJ 2
τραχύτης NOM.SG FEM τραχύτης ADJ 2
τραχύτης PRES ACT 2SG IND τραχύτης VERB 1
τραχύτης NOM.SG MASC τραχύτης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

τραχύτητος GEN.SG FEM τραχύτης NOUN 61
τραχύτητός GEN.SG FEM τραχύτης NOUN 6
τραχύτητοϲ GEN.SG FEM τραχύτης NOUN 4
τραχύτηϲ GEN.SG FEM τραχύτης NOUN 1
τραχύτητας GEN.SG FEM τραχύτης NOUN 1