ϲτεφάνου

Count: 10

GEN.SG MASC στέφανος NOUN Stephanus
wreath, crown

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ϲτεφάνου PRES MID 2SG IMP στέφανος VERB 2

Other Forms With Same Analysis

στεφάνου GEN.SG MASC στέφανος NOUN 178
Στεφάνου GEN.SG MASC στέφανος NOUN 145
στέφανος GEN.SG MASC στέφανος NOUN 6
Στέφανος GEN.SG MASC στέφανος NOUN 4
Στεφάνοιο GEN.SG MASC στέφανος NOUN 4
στεφάνους GEN.SG MASC στέφανος NOUN 2
στεφάνοῦ GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
στεφάνο GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
Στεφάνοιό GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
στεφάνω GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1
Στεφάνουὥς GEN.SG MASC στέφανος NOUN 1