κερατοειδοῦς

Count: 10

GEN.SG MASC κερατοειδής NOUN like horn

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κερατοειδοῦς GEN.SG NEUT κερατοειδής NOUN 13
κερατοειδοῦς GEN.SG MASC κερατοειδής ADJ 8
κερατοειδοῦς GEN.SG NEUT κερατοειδής ADJ 6
κερατοειδοῦς PRES ACT GEN.SG MASC PTCP κερατοειδής VERB 1
κερατοειδοῦς NOM.SG MASC κερατοειδής ADJ 1
κερατοειδοῦς PRF ACT ACC.SG NEUT PTCP κερατοειδής VERB 1