φαντασίαι

Count: 10

DAT.SG FEM φαντασία NOUN imagination, the power by which an object is presented

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

φαντασίαι NOM.PL FEM φαντασία NOUN 119

Other Forms With Same Analysis

φαντασίᾳ DAT.SG FEM φαντασία NOUN 403
φαντασίῃ DAT.SG FEM φαντασία NOUN 5
φαντασία DAT.SG FEM φαντασία NOUN 4
φαντασί DAT.SG FEM φαντασία NOUN 1
φαντασίᾶ DAT.SG FEM φαντασία NOUN 1
φαντσίᾳ DAT.SG FEM φαντασία NOUN 1
φαντάσει DAT.SG FEM φαντασία NOUN 1
Φαντασία DAT.SG FEM φαντασία NOUN 1