διαιτητὰς

Count: 10

ACC.PL MASC διαιτητής NOUN an arbitrator, umpire

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαιτητάς ACC.PL MASC διαιτητής NOUN 5
διαιτητὰϲ ACC.PL MASC διαιτητής NOUN 1