πολλαπλασιασμοὶ

Count: 10

NOM.PL MASC πολλαπλασιασμός NOUN multiplication

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

πολλαπλασιασμοὶ NOM.PL MASC πολλαπλασιασμός ADJ 2
πολλαπλασιασμοὶ NOM.PL FEM πολλαπλασιασμός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

πολλαπλασιασμοι NOM.PL MASC πολλαπλασιασμός NOUN 1