καμπυλότητα

Count: 10

ACC.SG FEM καμπυλότης NOUN crookedness, curvature

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καμπυλότητά ACC.SG FEM καμπυλότης NOUN 1
καμπυλότητ ACC.SG FEM καμπυλότης NOUN 1