κροκοδείλων

Count: 10

GEN.PL MASC κροκόδειλος ADJ a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκοδείλων GEN.PL MASC κροκόδειλος NOUN 21
κροκοδείλων PRES ACT NOM.SG MASC PTCP κροκόδειλος VERB 8
κροκοδείλων GEN.PL NEUT κροκόδειλος ADJ 3
κροκοδείλων ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1