συνηθεία

Count: 10

NOM.SG FEM συνήθεια NOUN habitual intercourse, acquaintance, society, intimacy

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

συνηθεία ACC.PL NEUT συνήθεια NOUN 7
συνηθεία NOM.DU FEM συνήθεια NOUN 3
συνηθεία DAT.SG FEM συνήθεια NOUN 1
συνηθεία ACC.SG FEM συνήθεια NOUN 1
συνηθεία NOM.PL NEUT συνήθεια NOUN 1
συνηθεία NOM.PL NEUT συνήθεια ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

συνήθεια NOM.SG FEM συνήθεια NOUN 249
ϲυνήθεια NOM.SG FEM συνήθεια NOUN 45
συνήθειά NOM.SG FEM συνήθεια NOUN 7
Συνήθεια NOM.SG FEM συνήθεια NOUN 1
συνηθείρ NOM.SG FEM συνήθεια NOUN 1
ξυνήθεια NOM.SG FEM συνήθεια NOUN 1