πλόκαμος

Count: 11

NOM.SG MASC πλόκαμος NOUN a lock

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Πλόκαμος NOM.SG MASC πλόκαμος NOUN 4
πλόκαμοϲ NOM.SG MASC πλόκαμος NOUN 4
πλόκαμός NOM.SG MASC πλόκαμος NOUN 1