κροκόδειλοι

Count: 11

NOM.PL MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκόδειλοι NOM.PL MASC κροκόδειλος ADJ 12
κροκόδειλοι NOM.PL FEM κροκόδειλος ADJ 2
κροκόδειλοι NOM.PL FEM κροκόδειλος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Κροκόδειλοι NOM.PL MASC κροκόδειλος NOUN 1