Δωρικῶϲ

Count: 11

GEN.SG MASC δωρικός NOUN Doric

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Δωρικῶϲ INDECL δωρικός ADV 20
Δωρικῶϲ NOM.SG FEM δωρικός ADJ 2
Δωρικῶϲ GEN.SG NEUT δωρικός ADJ 1
Δωρικῶϲ GEN.SG FEM δωρικός ADJ 1
Δωρικῶϲ NOM.SG MASC δωρικός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Δωρικῶς GEN.SG MASC δωρικός NOUN 13
Δωρικίῶς GEN.SG MASC δωρικός NOUN 1
Δωρικά GEN.SG MASC δωρικός NOUN 1