ἀγκυλοχείληϲ

Count: 11

NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN with hooked beak

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀγκυλοχείληϲ GEN.SG FEM ἀγκυλοχείλης NOUN 8
ἀγκυλοχείληϲ ACC.PL MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 2
ἀγκυλοχείληϲ INDECL ἀγκυλοχείλης NOUN 2
ἀγκυλοχείληϲ NOM.SG FEM ἀγκυλοχείλης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ἀγκυλοχειλήϲ NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 3
ἀγκυλοχείλης NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 2
ἀγκυλοχήληϲ NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 2
ἀγκυλοχήλης NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 2
Ἀγκυλοχείληϲ NOM.SG MASC ἀγκυλοχείλης NOUN 1