ἄνθρωπός

Count: 11

NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ man, person, human

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἄνθρωπός NOM.SG MASC ἄνθρωπος NOUN 584
ἄνθρωπός NOM.SG FEM ἄνθρωπος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ἄνθρωτπος NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 2
ανθρωπος NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 2
ἄνθρωπ NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
Ἀνθρω NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ανθρωπ NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
῾ἄνθρωπός NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ἄθρωπός NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ἄνθρωπός̣ NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ἀνθρωπός NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ὸνθρωιτός NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
Ἄνθρωποσ NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ἄνθρωπόϲ NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1