Μεσημβρίας

Count: 11

GEN.SG FEM μεσημβρία NOUN mid-day, noon; south

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Μεσημβρίας ACC.PL FEM μεσημβρία NOUN 2
Μεσημβρίας NOM.SG MASC μεσημβρία NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

μεσημβρίας GEN.SG FEM μεσημβρία NOUN 376
μεσαμβρίης GEN.SG FEM μεσημβρία NOUN 9
μεσημβρίης GEN.SG FEM μεσημβρία NOUN 8
Μεσαμβρίης GEN.SG FEM μεσημβρία NOUN 2