διατριβαί

Count: 11

NOM.PL FEM διατριβή NOUN a way of spending time

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διατριβαί NOM.PL FEM διατριβή ADJ 4
διατριβαί NOM.PL MASC διατριβή ADJ 1
διατριβαί PRES MID 3PL IND διατριβή VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διατριβαὶ NOM.PL FEM διατριβή NOUN 39
Διατριβαὶ NOM.PL FEM διατριβή NOUN 2
ΔΙΑΤΡΙΒΑΙ NOM.PL FEM διατριβή NOUN 1