Διονύσιός

Count: 12

NOM.SG MASC διονύσιος NOUN of Dionysus, pr.n. Dionysius

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Διονύσιός NOM.SG MASC διονύσιος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

Διονύσιος NOM.SG MASC διονύσιος NOUN 799
Chrysippum NOM.SG MASC διονύσιος NOUN 2
Διονύϲιόϲ NOM.SG MASC διονύσιος NOUN 2
Διονύϲιὸϲ NOM.SG MASC διονύσιος NOUN 1
Διονύσιος28 NOM.SG MASC διονύσιος NOUN 1
Διονόσιος NOM.SG MASC διονύσιος NOUN 1