κλαυθμός

Count: 12

NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN a weeping

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κλαυθμὸς NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 69
βρυγμὸς NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 55
βρυγμός NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 3
κλαυθμόϲ NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 2
Βρυγμόϲ NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 1
Κλαυθμών NOM.SG MASC κλαυθμός NOUN 1