ἀγαλματοποιὸς

Count: 12

NOM.SG MASC ἀγαλματοποιός ADJ a maker of statues, a sculptor, statuary

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἀγαλματοποιὸς NOM.SG MASC ἀγαλματοποιός NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ἀγαλματοποιός NOM.SG MASC ἀγαλματοποιός ADJ 8
ἀγαλματοποιός᾿ NOM.SG MASC ἀγαλματοποιός ADJ 1
ἀγαλματοποιὸϲ NOM.SG MASC ἀγαλματοποιός ADJ 1
ἀγαλματοποιόϲ NOM.SG MASC ἀγαλματοποιός ADJ 1
ἀγαλματοποὶος NOM.SG MASC ἀγαλματοποιός ADJ 1