δριμύτης

Count: 12

GEN.SG FEM δριμύτης NOUN pungency, keenness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δριμύτης NOM.SG FEM δριμύτης NOUN 21
δριμύτης NOM.SG FEM δριμύτης ADJ 3
δριμύτης GEN.SG FEM δριμύτης ADJ 2
δριμύτης NOM.SG MASC δριμύτης NOUN 1
δριμύτης NOM.SG MASC δριμύτης ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

δριμύτητος GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 90
δριμύτητοϲ GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 8
δριμύτητός GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 5
δριμύτητόϲ GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 2
δριμύτηϲ GEN.SG FEM δριμύτης NOUN 2